- παράκρημνος
- -ον, Α1. (για χείλος γκρεμού) κρημνώδης στα πλάγια, απότομος2. (γενικά) απόκρημνος («πρὸς χωρία πετρώδη και παράκρημνα», Πλούτ.)3. (για ποτάμι) αυτός που έχει κρημνώδεις όχθες.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + κρημνός (πρβλ. από-κρημνος, κατά-κρημνος)].
Dictionary of Greek. 2013.